Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Κριτική των 15 ταινιών του 4ου Micro μ Festival 2014!

        
     Το φεστιβάλ (Micro μ 2014) μπορεί να τελείωσε αλλά η κινηματογραφική ομάδα έχει ένα δώρο και για τους 15 διαγωνιζόμενους σκηνοθέτες! Επιλέχθηκαν 4 προσωπικότητες από την Πτολεμαΐδα που αγαπούν τις τέχνες και ειδικά τον κινηματογράφο για να διατυπώσουν την άποψη τους για την κάθε ταινία ξεχωριστά! Ευχαριστούμε πάρα πολύ για τον χρόνο που αφιερώσαν! Ζητήθηκε να κάνουν ελεύθερη και αμερόληπτη κριτική μέσα από την δικιά τους οπτική! Είναι ο Γιώργος Κεσσόπουλος (Εκπαιδευτικός, ένας σινεφίλ!), η Νατάσσα Βουτσκίδου (http://cinemanazitiseis.blogspot.gr), ο Γιώργος Τζιούμαρης (Είναι διάφορα πράγματα, αλλά σίγουρα δεν είναι κριτικός κινηματογράφου! Γουστάρει όμως και βλέπει όσο περισσότερο μπορεί. Τον βοηθά και το background του το οποίο περιλαμβάνει τις πολιτισμικές σπουδές, τη μουσική και την πολιτιστική διαχείριση. Μπλογκάρει πάντα αυτό που σκέφτεται και χωρίς φόβο αλλά με σεβασμό στους δημιουργούς και με πολύ πάθος για τις τέχνες) και η Αναστασία Γιαννίτση (Εκπαιδευτικός  και σινεφίλ!)         *spoilers alert.

1.ΠΑΓΟΒΟΥΝΟ     
             
Γιώργος Κεσσόπουλος:  Μια ιστορία μιας μικροαστικής οικογένειας. Μια ιστορία της διπλανής πόρτας που αγνοούμε. Μια ιστορία κρυμμένη σε ένα σπίτι κλουβί. Η σύγχρονη πόλη , μακριά από τη φύση αποκτηνοποιεί  τον σύγχρονο άνθρωπο.  Εξαιρετικές οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών , ειδικά της έμπειρης Μαρίας Σκούλα.
Νατάσσα Βουτσκίδου: Σε έναν κόσμο σκοτεινό, “παγωμένο”, ένας νέος ζητά εκδίκηση για τον θάνατο του αδελφού του από τον άνθρωπο που θεωρεί υπεύθυνο. Οι λάθος επιλογές, το μίσος και η μοναξιά είναι παρακλάδια της απώλειας η οποία μερικές φορές είναι τόσο έντονη που αποκτά τη δύναμη να διαλύσει κάθε τοίχο λογικής και εγκράτειας..
Γιώργος Τζιούμαρης: Ο Στέφανος ύστερα από το θάνατο του αδερφού του από ναρκωτικά βιώνει την αναχώρηση από την πραγματικότητα. Η επιθυμία για εκδίκηση και το μίσος του για το βαποράκι που θεωρεί ότι φέρει την ευθύνη είναι ο τόπος του ψυχολογικού εγκλεισμού του. Ο σκηνοθέτης στην προσπάθειά του να μας δώσει την εικόνα της διαλυμένης προσωπικότητας του Στέφανου, μας τον παρουσιάζει ως τον υπέρβαρο (βουλιμικός εννοεί;) τύπο που πιστεύει στους «ψεκασμούς». Πρόκειται για ταινία με αρχή μέση και τέλος, αν και η επεξεργασία του χαρακτήρα του Στέφανου δεν είναι τελικά πειστική. Οι ερμηνευτικές υπερβολές και η σκηνοθετική και σεναριακή αδυναμία στην εμβάθυνση του προσωπικού δράματος του Στέφανου αδικούν μια κατά τ’ άλλα ενδιαφέρουσα ιστορία. 

Αναστασία Γιαννίτση: Μια σύντομη ματιά στον τρόπο με τον οποίο γεννιέται η βία στην κοινωνία αλλά και στη βία που κρύβεται μέσα μας. Το «Παγόβουνο» με άμεσο και εύληπτο  τρόπο μας υπενθυμίζει πως όλοι μας είμαστε όχι μόνο εν δυνάμει δέκτες της βίας αυτής αλλά και δημιουργοί της. Θύτης και θύμα μπορεί να είναι ταυτόχρονα το ίδιο πρόσωπο. Πολύ δυνατές οι εσωτερικές διεργασίες που συντελούνται στον βασικό ήρωα της ιστορίας, διεργασίες που αποτυπώνονται εύστοχα μέσα από τις «σιωπηρές» μοναχικές εκφράσεις του προσώπου του.   


2.ΕΒΙΒΑ       
                     
Γιώργος Κεσσόπουλος: Η ιστορία μιας ζωής σε μια 15λεπτη ταινία. Γυρισμένη στην ύπαιθρο , έξω στη φύση, κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρουσα αυτή την ιστορία φίλων. Με ένα καλογραμμένο σενάριο ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται στο έπακρο τους ταλαντούχους και έμπειρους ηθοποιούς, οι οποίοι ξεδιπλώνουν το αστείρευτο ταλέντο τους.  Το τέλος της ταινίας μας βρήκε με ένα γλυκόπικρο χαμόγελο….
Νατάσσα Βουτσκίδου: Τρεις σπουδαίοι ηθοποιοί ο Γιώργος Κοτανίδης, ο Άλκης Παναγιωτίδης και ο Δημήτρης Πιατάς, πρωταγωνιστούν σε αυτή την ευχάριστη κωμωδία όπου μέσα από ένα δραματικό γεγονός αναδύονται στην επιφάνεια οι πραγματικές αξίες της ζωής. Η φιλία και η αγάπη που δε χάνονται με την πάροδο του χρόνου, μια απόδειξη πως η μεγαλύτερη ηλικία δεν ταυτίζεται με μιζέρια και αδράνεια, αλλά με θετικές και αρνητικές πλευρές όπως κάθε στάδιο της ζωής, ξεδιπλώνονται με χιούμορ και συγκίνηση σε ένα μικρό ταξίδι δρόμου. 
Γιώργος Τζιούμαρης: Το ταξίδι δυο παλιόφιλων προς την κηδεία του τρίτου στο χωριό του. Ένα καθαρό road movie όπου μέσα σε 15 λεπτά γίνονται τα πάντα. Γέλιο, νοσταλγία, χαρμολύπη, στοχασμός και αναστοχασμός για αυτά που πέρασαν και γι’ αυτά που μένει να έρθουν μακριά από διδακτισμούς και ανούσιες επιτηδεύσεις. Το casting ιδιαίτερα εύστοχο με τον Πιατά να κλέβει την παράσταση ως τον βαριεστημένο ταβερνιάρη που προθυμοποιείται να... «ανατινάξει» το ταξίδι των δυο φίλων. Αναμφισβήτητα η πιο άρτια ταινία του φεστιβάλ. Πανέμορφες εικόνες, εύστοχο σενάριο χωρίς κοιλιές και ερμηνείες ντελιριακές. Βεβαίως το ταξίδι είναι αυτό που έχει σημασία, αλλά με Κοτανίδη,  Παναγιωτίδη και Πιατά... τι ταξίδι!

Αναστασία Γιαννίτση: Η ταινία «Εβίβα» συνδυάζοντας πετυχημένα το χιούμορ και τα βαθύτερα νοήματα αποτελεί μια προσέγγιση των προβληματισμών του ανθρώπου όταν πλησιάζει  πολύ κοντά στο θάνατο. Με τις μεστές τους ερμηνείες, οι πρωταγωνιστές μας υπενθυμίζουν τη ματαιότητα πολλών προσωπικών μας επιλογών και τη μοναξιά που τις συνοδεύει. Είναι αξιοσημείωτη η οπτική των πραγμάτων από έναν χαρακτήρα λαϊκό (Δημήτρης Πιατάς) αλλά και η λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι» στη σκηνή στο αυτοκίνητο ανάμεσα στους δυο πρωταγωνιστές. Τέλος, πολύ δυνατή  η  τελευταία σκηνή στο νεκροταφείο που σε σοβαρό ύφος συμπυκνώνεται όλο το νόημα της ταινίας.


3. ΘΑ ΠΑΡΩ ΜΙΑ ΒΑΘΙΑ ΑΝΑΣΑ ΚΑΙ ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ     
           
Γιώργος Κεσσόπουλος: Μια ταινία έκπληξη πραγματικά…. Ενώ κάπου στη μέση αρχίζεις να βαριέσαι, ξαφνικά το τέλος της σε κάνει να τη σκέφτεσαι και να τη συζητάς  και μετά την  προβολής της.  Μοναδική η ματιά του σκηνοθέτη πάνω στο πρόβλημα της μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου.
Νατάσσα Βουτσκίδου:Μέσα από την απλότητα της καθημερινότητας ο Αλέξανδρος Χαντζής μας παρουσιάζει ένα υπαρκτό και σημαντικό γεγονός, την ψυχική ανισορροπία και συμπεριφορά στην οποία μπορεί να οδηγηθεί ο καθένας έπειτα από συνταρακτικά προσωπικά γεγονότα μέσω ενός ιδιαίτερα αστείου σκηνικού: ένας άνθρωπος που φορά μπουφάν και κρυώνει μέσα στην αφόρητη καλοκαιρινή ζέστη της Αθήνας! Χιουμοριστική και ταυτόχρονα δραματική, μας προσφέρει ένα αισιόδοξο τέλος εξυψώνοντας αξίες όπως η φιλία και η ανθρωπιά.

Γιώργος Τζιούμαρης: Αιχμηρό σχόλιο to the point του Αλ. Χαντή για την αστική μοναξιά και την ελάχιστη ανθρωπιά που μπορεί να κάνει τη διαφορά στη ζωή ενός ανθρώπου που τα έχασε όλα, μαζί και τον εαυτό του. Τελικά όταν μια καυτή μέρα του Ιουλίου βλέπεις να κυκλοφορεί ένας συν-άνθρωπος με μπουφάν, γάντια και σκουφί, ίσως να μην τόσο τρελός όσο φαίνεται και εσύ να μην είσαι τόσο μαλάκας ώστε να αναρωτηθεί τι μπορεί να του συμβαίνει. Καμιά φορά μπορεί η εκκεντρικότητα να είναι και κραυγή αγωνίας για επαφή και επικοινωνία. Η μοναξιά είναι πάντα μεγαλύτερη και σφοδρότερη σε μια μεγαλούπολη. Εκεί ένας φίλος, μπορεί και να σου σώσει τη ζωή με τον πιο αναπάντεχο τρόπο. Με ένα ζεστό ρόφημα σε μια καλοκαιρινή μέρα. Αλλά αυτό είναι το καλό σενάριο... 

Αναστασία Γιαννίτση: Μέσα σ΄ ένα καθημερινό σκηνικό χαλαρότητας και πλήξης  όπου τίποτα συγκλονιστικό δε θα μπορούσε να συμβεί, το διαφορετικό συμβαίνει και χωρίς να ταράζει εμφανώς το θεατή ή τους πρωταγωνιστές αποτελεί μια σιωπηρή κραυγή για βοήθεια, εκφράζει την ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου να βρει αποδοχή και συμπαράσταση. Τελικά αυτό που ταλαιπωρεί τους ανθρώπους δεν είναι η αφόρητη ζέστη ή το κρύο αλλά η εσωτερική ανάγκη για επικοινωνία. Ο σκηνοθέτης τελικά μας φέρνει πιο κοντά στον συνάνθρωπο με μια κούπα ζεστό τσάι, σύμβολο της αποδοχής του άλλου και η απογοήτευση μετατρέπεται σε ανακούφιση και αισιοδοξία.




4. THE EXCEPTIONAL STORY OF JEREMY SWINDON  

Γιώργος Κεσσόπουλος: Ένα κακό όνειρο !
Νατάσσα Βουτσκίδου: Ένα σκοτεινό, ατμοσφαιρικό μικρό θρίλερ γεμάτο αγωνία με τον υπέροχο Μάξιμο Μουμούρη στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η φαντασία μπερδεύεται με την πραγματικότητα και τα παιχνίδια του μυαλού κυριαρχούν βάζοντας τον θεατή να αναρωτηθεί πότε αυτό είναι εφικτό. Πολύ καλή η φωτογραφία από τον Δημήτρη Μπελεγρίνη όπως και η μουσική του Απόστολου Λυμπερόπουλου που επιτείνει την ένταση μέχρι το αινιγματικό τέλος.
Γιώργος Τζιούμαρης: Το εσωτερικό ταξίδι στους σκοτεινούς λαβύρινθους του μυαλού ενός ανθρώπου ικανού για όλα. Ακόμα και για φόνο. Ο Μουμούρης δεμένος σε μια καρέκλα, αδυνατώντας να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από την φαντασία. Ο εφιάλτης του αποτρόπαιου εγκλήματος επιστρέφει ξανά και ξανά  όντας ο ίδιος κλειδωμένος μέσα στην σκέψη του προσπαθώντας να δώσει απάντηση στο ερώτημα: Την σκότωσα ή όχι; Η πνιγηρή ατμόσφαιρα και τα σκοτεινά χρώματα κυριαρχούν σε αυτό το one man show, όπου ο έμπειρος Μουμούρης έχοντας ένα ισχνό σενάριο σηκώνει όλο το βάρος και επιτυγχάνει σε ικανοποιητικό βαθμό να αποδώσει τον ψυχολογικό βασανισμό του ήρωα... αν και δυστυχώς αυτό δεν είναι τελικά αρκετό.

Αναστασία Γιαννίτση: Πολύ δυνατή η εναλλαγή των εικόνων που πέφτουν βροχή μπροστά στα μάτια του θεατή κατ’ αναλογία των σκέψεων που κατακλύζουν το ανθρώπινο μυαλό, όταν εκείνο λειτουργεί υπό πίεση, υπενθυμίζοντας πως η ανθρώπινη αντίληψη μπορεί να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα και να κάνει λάθη. Η ψυχρότητα του Παπακωνσταντίνου είναι επιτυχώς ανάλογη της ιδιότητας του ως ανακριτή και ως φωνή της συνείδησης ενώ ο Jeremy Swindon με το εκφραστικά απαθές βλέμμα του δείχνει πόσο καταστροφικό μπορεί να είναι όταν κάποιος ζει στο δικό του απομονωμένο κόσμο.




5. ΕΛΛΗ    

Γιώργος Κεσσόπουλος: Νομίζω πολλοί νέοι άνθρωποι ταυτίστηκαν με την ηρωίδα. Ρεαλιστικός διάλογος , που μας κάνει να γελάμε γιατί σίγουρα τον έχουμε ξανακούσει ή τουλάχιστον κάποια μέρη του.  Οι πρωταγωνιστές θα έπρεπε να δουλέψουν περισσότερο τους ρόλους τους.
Νατάσσα Βουτσκίδου: Με έναν απλό, συγκινητικό και άμεσο τρόπο ρίχνουμε μια ματιά στην ζωή της Έλλης. Η Έλλη αντιπροσωπεύει μια μεγάλη μερίδα γυναικών (αλλά και αντρών) που πλησιάζουν την ηλικία των τριάντα και κατοικούν στην Ελλάδα της κρίσης. Η ανεργία, η άδικη συμπεριφορά της οικογένειας, αλλά και η ίδια η κοινωνία που ισοπεδώνουν το μοναδικό της ατομικότητας εγκλωβίζοντας τον άνθρωπο, μην αφήνοντας του να ανασάνει, να ανοίξει τα φτερά του, με αποτέλεσμα να τον οδηγούν στην κατάθλιψη, έναν κύκλο αδράνειας στον οποίο μόνο τα όνειρα προσφέρουν μια μικρή ευχάριστη διέξοδο..

Γιώργος Τζιούμαρης: Η Έλλη είναι η άνεργη της διπλανής πόρτας. Λαμπρές σπουδές, μεγαλωμένη με όνειρο της μεταπολιτευτικής ευημερίας παρακολουθεί μουδιασμένη την καταστροφή γύρω της και εντός της με χαρακτηριστική αδυναμία απάντησης. Μεγαλωμένη να αναμένει μια «τυπική» αλληλουχία ζωής, σχολείο, σπουδές, εργασία, κατανάλωση κτλ, είναι πρακτικά ανίκανη να αντιδράσει μπροστά στη βιαιότητα της οικονομικής κρίσης. Στιγματίζεται και λοιδορείται από την ίδια την οικογένειά της, η οποία αδυνατεί να αντιληφθεί το δράμα της κόρης και αδελφής. Αλλά αυτό είναι και το πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας. Να μην αντιλαμβάνεται και να μην αποδέχεται την πραγματικότητα και την ανάγκη για αλλαγή. Ότι κάποτε όλα τα ωραία τελειώνουν ειδικά αυτά που χτίστηκαν με δανεικά. Από τη μια η Έλλη η οποία όντας σε ένα αδιέξοδο για το οποίο δεν ευθύνεται και από την άλλη μια οικογένεια σε παράκρουση που απαιτεί εδώ και τώρα, στην Ελλάδα του Μνημονίου, αυτά που «δικαιωματικά» ανέμενε στην Ελλάδα των Ολυμπιακών Αγώνων. 

Αναστασία Γιαννίτση: H ταινία αποτελεί  μια εικόνα της ψυχολογικής πίεσης που ασκεί η τυπική ελληνική οικογένεια δημιουργώντας ανθρώπους ενοχικούς και υποταγμένους. Ωστόσο οι  ερμηνείες είναι υποτονικές ακόμη και στην περίπτωση του πατέρα που έχει εξ ορισμού τον πιο καταλυτικό ρόλο μέσα στην ταινία. Τελικά ενώ προς στιγμή δίνεται μια ελπίδα για την τελική κάθαρση της βασικής ηρωίδας το όνειρο δε γίνεται πραγματικότητα αλλά ούτε και εγκαταλείπεται και ο θεατής μένει χωρίς την ικανοποίηση μιας  έστω και αρνητικής εξέλιξης των πραγμάτων. 



6. ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΒΟΥΛΗΣΗ  
Γιώργος Κεσσόπουλος: Ο σκηνοθέτης της ταινίας είναι ένα πραγματικό ταλέντο, που μας δίνει κάτι διαφορετικό στην τέχνη του κινηματογράφου. Καταπιάνεται  με ένα πρόβλημα, που θα πρέπει να μας απασχολήσει όλους, συνδυάζοντας  πολλές μορφές τέχνης.  Έξυπνη η παρουσία του Κυρ Αντώνη , ενός από τα πιο γνωστά τραγούδια του μεγάλου Μ. Χατζιδάκι. Ευχάριστη συγκίνηση προκαλεί η προβολή της ερμηνείας του τραγουδιού από τη Μελίνα Μερκούρη και τον Μ. Χατζιδάκι, από το αρχείο της ΕΡΤ.
Νατάσσα Βουτσκίδου: Μια κλεφτή ματιά στο μέλλον μας προσφέρει ο Αντώνης Σωτηρόπουλος σε μια ολότελα δική του δημιουργία με εκπληκτική φωτογραφία και μουσική. Η Ελλάδα έχει παγκοσμιοποιηθεί, οι άνθρωποι αποτελούν ακόμα περισσότερο έναν αριθμό, η βία και η μοναξιά κυριαρχούν. Το παλιό συγκρούεται με το νέο και πασχίζει να βρει διέξοδο, ώστε να μορφώσει, να ανοίξει τις συνειδήσεις των ατόμων μέσω συγγραφικών και ποιητικών αποσπασμάτων όπως του Νίκου Καζαντζάκη, Οδυσσέα Ελύτη , Μάνου Χατζιδάκη, Berthold Brecht, φιλοσοφικών αναζητήσεων και δυσάρεστων γεγονότων. Δυο πολύ καλοί ηθοποιοί όπως ο Γιάννης Χρανιώτης και ο Σπύρος Μπιμπίλας σε συνδυασμό με το ασπρόμαυρο φιλμ και “πειραγμένα”  χρώματα συνθέτουν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα με βαθύ νόημα.
Γιώργος Τζιούμαρης: Η ταινία του Σωτηρόπουλου είναι κατά τη γνώμη μου ιδανικό αντίστοιχο της σημερινής Ελλάδας. Καλοφτιαγμένη, πολύ καλές ερμηνείες, τολμηρή, δεν μασάει τα λόγια της, με έναν Μπιμπίλα - έκπληξη να δίνει ρέστα και την ίδια στιγμή να αδικεί κατάφωρα τον ίδιο της τον εαυτό. Grandiose μηνύματα αντίστασης ενάντια σε έναν νεφελώδη, νεοφιλελεύθερο εχθρό, ο οποίος για τους δικούς του άγνωστους σαδιστικούς λόγους έχει εγκλωβίσει το ανθρώπινο γένος στο Matrix (sic). Η επιτυχία της εξουσίας είναι να σε πείσει ότι δεν υπάρχει. Αυτό θέλει να μας πει ο Σωτηρόπουλος και όλες οι θεωρίες συνομωσίας είναι πραγματικές. Αναρωτιέμαι, ο αναστοχασμός, η αυτοκριτική και η σκέψη πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση δεν είναι ίδιον του ελεύθερα σκεπτόμενου ανθρώπου; Αντίστροφη προπαγάνδα γυαλισμένη από έναν ικανό κινηματογραφιστή, φιλοσοφικών επιδιώξεων και τελικά... ουδέν. Φωνασκίες αντι-προπαγάνδας, αλλά προπαγάνδα και οι ίδιες. Νομίζω ότι μέχρι και ο Αντόρνο το ίδιο θα έλεγε αγαπητέ κ. Σωτηρόπουλε, αν και σίγουρα εγώ νιώθω πιο κοντά στον Μπένγιαμιν!

Αναστασία Γιαννίτση: Η «Ελεύθερη Βούληση» αποτελεί τη σουρεαλιστική παρουσίαση του μέλλοντος που ήδη ζούμε. Η επιλογή της ασπρόμαυρης εικόνας πολύ πετυχημένα δημιουργεί μια αίσθηση τραγικότητας και σταδιακά επιτείνει το φόβο, αλλά το μήνυμα της ταινίας τελικά παραμένει υπερ-αισιόδοξο καθώς γίνεται ξεκάθαρη η θέση του σκηνοθέτη ότι εμείς οι ίδιοι επιλέγουμε που και πώς θα βάλουμε το χρώμα στη ζωή μας. Σταθερή η ερμηνεία του Χρανιώτη, ανθρώπινα απόκοσμη εκείνη του Μπιμπίλα.





7. 0619 
    
Γιώργος Κεσσόπουλος: Ενώ ο σκηνοθέτης καταπιάνεται με ένα σημαντικό θέμα, η ταινία είναι τόσο μικρή που ούτε καν τη θυμόμαστε. Παρ’ όλα αυτά είναι μια καλή προσπάθεια.
Νατάσσα Βουτσκίδου: Με γρήγορο ρυθμό, μουσική και φευγαλέες εικόνες παρακολουθούμε έναν άντρα ο οποίος εκφράζει μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, την πλειοψηφία των ανθρώπων που αδιαφορούν για το τι συμβαίνει γύρω τους, καθώς δεν αφορά άμεσα αυτούς. Μέχρι που έρχεται τελικά η στιγμή όλοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των πράξεων τους.
Γιώργος Τζιούμαρης: Τα τρία λεπτά της ταινίας του Φελάνη αρκούν για να εξοργίσουν. Αν αυτός είναι ο σκοπός του σκηνοθέτη τότε μπράβο του γιατί πέτυχε το σκοπό του.  Αν πάλι όντως θέλει να μας πείσει ότι για όλα τα κοινωνικά και οικονομικά δεινά της χώρας ευθύνεται ο εκπρόσωπος της αστικής τάξης που έχει το συνήθειο, όταν ακούει κραυγές αγωνίας, να βάζει ανέμελος τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι (γνωστής σουηδικής εταιρείας;), ε τότε έχει πολύ δρόμο μπροστά του... γενικά πολύ δρόμο (sic). 

Αναστασία Γιαννίτση: Αστραπιαία απόδοση της αδιαφορίας που κατακλύζει το σύγχρονο άνθρωπο. Η γρήγορη εναλλαγή στιγμιότυπων κάνει πιο έντονη την βεβαιότητα ότι η αδιαφορία αυτή είναι καταστροφική. Ταυτόχρονα ωστόσο, δε δίνει το χρόνο στον θεατή να αφομοιώσει επαρκώς το βαθύτερο νόημα της τρίλεπτης αυτής ταινίας. 


8. ΜΑΜΑ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ       

Γιώργος Κεσσόπουλος: Πρωταγωνιστές μικρά παιδιά, σε μια ανύπαρκτη ταινία! Στα συν ο πιτσιρικάς που τρώει κρυφά καραμέλες.

Νατάσσα Βουτσκίδου: Με έναν πολύ έξυπνο και χιουμοριστικό τρόπο η Άρτεμης Αναστασιάδου προβάλει την δύναμη που ασκούν τα γονικά πρότυπα και ιδιαίτερα αυτό της μητέρας στην ψυχοσύνθεση και συμπεριφορά των παιδιών. Από τον υπερκαταναλωτισμό, το κυνήγι για το τέλειο σε όλους τους τομείς, την δημιουργία των διαφορών του φύλου, μέχρι την ανάπτυξη του ποιο πετυχημένου μηχανισμού ελέγχου της κοινωνίας μας, αυτό των τύψεων. 
Γιώργος Τζιούμαρης: Ο Wes Anderson είναι κάπου εκεί δίπλα στην σκηνοθέτιδα, βοηθός και μέντοράς της, η προσπάθεια της οποίας είναι σίγουρα αξιέπαινη. Τα παστέλ χρώματα και οι σουρεάλ χαρακτήρες σπάνε επιτυχώς την τρομακτικότητα της δυστοπικής παραβολής – σχόλιο στις υποσυνείδητες ποιότητες της εξουσίας και τη δύναμη της «γλυκιάς» επιβολής της. Αν και ορισμένες φορές έρχονται στο μυαλό του θεατή εικόνες από τις ταινίες των Ρέππα – Παπαθανασίου, το αποτέλεσμα αφήνει σίγουρα θετικές υποσχέσεις για τα επόμενα βήματα της Αναστασιάδου. 


Αναστασία Γιαννίτση: Η επίπλαστη τελειότητα και η τάση ορισμένων να ελέγχουν τα πάντα είναι το θέμα της ταινίας αυτής δοσμένες μέσα από ποικίλα σύμβολα εύληπτα στον θεατή. Οι εύστοχες και  αψεγάδιαστες ενδυματολογικές επιλογές  και το προσεγμένο σε κάθε λεπτομέρεια του σκηνικό πολύ γρήγορα  δημιουργούν την επιθυμία στον θεατή να δει κάτι να «στραβώνει». Η κατάληξη της αφήγησης αναπόφευκτη και επιβεβλημένη  ικανοποιεί τελικά το θεατή αναδεικνύοντας την ιδέα ότι η τελειότητα των στιγμών δεν κρύβεται στην τελειότητα των πραγμάτων.



9. ΣΧΕΣΗ ΚΑΤΑ        
  
Γιώργος Κεσσόπουλος: Ο σκηνοθέτης κάνει ένα άλμα σε σχέση με την προηγούμενη του ταινία. Πετάει οτιδήποτε περιττό και καταφέρνει με λίγες λέξεις να μας δώσει μια γροθιά στο στομάχι.  Τον βοηθάει και ο πρωταγωνιστής του, που χωρίς υπερβολές φτάνει στην ουσία του ανθρώπου που υποδύεται. Στα συν η εξαιρετική μουσική του Χάρη Γκατζόφλια.

Νατάσσα Βουτσκίδου: Μέσα σε έξι λεπτά ο Φάνης Τοψαχαλίδης μας μεταφέρει σε έναν κόσμο υπέρμετρα αληθινό και έντονα δραματικό, πραγματώνοντας ένα γεγονός που θα μπορούσε να συμβεί σε έναν άνθρωπο της διπλανής μας πόρτας. Η απελπισία που χαρακτηρίζει την σημερινή εποχή σε συνδυασμό με την οικονομική κατάρρευση οδηγεί έναν σύζυγο και πατέρα σε μια ακραία λύση εισάγοντας τον θεατή σε μια έντονη ψυχολογική και σκληρή δοκιμασία..

Γιώργος Τζιούμαρης: Ο Τοψαχαλίδης φτιάχνει με ελάχιστα μέσα και ισχνότατο σενάριο ένα εξάλεπτο σχόλιο πάνω στην αγωνία-τραγωδία του σημερινού Έλληνα να επιβιώσει μέσα στη βαρβαρότητα της οικονομικής κρίσης. Οι διάλογοι είναι σχηματικοί και οι ερμηνείες αναμενόμενα ερασιτεχνικές, αφού κανένας εκ των συμμετεχόντων δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός. Αυτή όμως είναι και η επιτυχία του Τοψαχαλίδη! Δημιουργεί ένα ταινιάκι «χειροτεχνικό», το οποίο λειτουργεί εξόχως συμβολικά, αν και ίσως θα έπρεπε αυτό να δοθεί πιο κομψά. Το μπουκάλι με το ουίσκι, η ειδοποίηση της κατάσχεσης, η καραμπίνα, ο ανάλγητος κλητήρας είναι σύμβολα απόγνωσης, εξαχρείωσης και αποκτήνωσης της ελληνικής κοινωνίας, όπου ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως στατιστική, ως όνομα πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί κατασχετηρίου. Η έλλειψη πλοκής και οι αδύναμες ερμηνείες είναι στοιχεία που δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, εν προκειμένω. Κάποια πλάνα θα μπορούσαν να είχαν προσεχθεί περισσότερο, αλλά στο τέλος της ταινίας, ο στόχος του Τοψαχαλίδη, δηλαδή η απόδοση του συγκλονισμού της απόγνωσης μπροστά στην ολοκληρωτική ήττα του πρωταγωνιστή (που θα μπορούσε να είναι ο καθένας μας) έχει επιτευχθεί. 

Αναστασία Γιαννίτση: Η ταινία αποτελεί μια πολύ καλή ρεαλιστική απόδοση της απελπισίας του σύγχρονου Έλληνα της κρίσης, απελπισία εναρμονισμένη με τη στατικότητα του σκηνικού και τα κοντινά πλάνα στον πρωταγωνιστή. Η αισιόδοξη και διακριτική παρουσία των οικογενειακών φωτογραφιών στα γυμνό σκηνικό δεν είναι αρκετή ώστε να συγκρατήσει την εξέλιξη των πραγμάτων. Και παρόλο που το τέλος επιμελώς αποσιωπάται, ο θεατής δεν αμφιβάλλει ότι είναι το τραγικότερο όλων. Η ένταση κορυφώνεται στο τελευταίο πλάνο και διατηρείται για ώρα.


10. PRAY   
                   
Γιώργος Κεσσόπουλος: Μια πολύ καλή παραγωγή, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ίσως μόνο για εκείνους που αγαπούν το black humor.
Νατάσσα Βουτσκίδου: Μια μαύρη κωμωδία με δραματικά στοιχεία και ελαφρύ σουρεαλισμό, η οποία διαπραγματεύεται την αδιαφορία και την απάθεια των ανθρώπων και ιδιαίτερα της ίδιας της οικογένειας με αφορμή ένα μακάβριο γεγονός.. τον καταδικασμό σε ενταφιασμό μιας νεαρής κοπέλας!. Έτσι, έμμεσα, χρησιμοποιώντας συμβολισμούς, η Θελγία Πετράκη μας παρουσιάζει μια σκληρή και απαισιόδοξη πραγματικότητα των σημερινών σχέσεων, οι οποίες φαίνεται να φθίνουν όλο και περισσότερο..
Γιώργος Τζιούμαρης: Για ένα άγνωστο παράπτωμα μια νεαρή και γλυκιά κοπέλα καταδικάζεται σε... ενταφιασμό... κυριολεκτικό! Και όλοι, ακόμα και ο πατέρας της, το αντιμετωπίζουν ως κάτι απολύτως φυσιολογικό. Σχεδόν με απάθεια. Μόνο η ίδια κατανοεί το μέγεθος του παραλογισμού. Η απάθεια και η αδιαφορία της κοινωνίας και η αναντίρρητη αποδοχή της μοίρας είναι το θέμα της ταινίας της Πετράκη. Μέχρι εδώ όλα καλά. Ωραία πλάνα, λειτουργικό casting, αξιοπρεπείς ερμηνείες, καταπληκτικό το νεκροταφείο (κάπου στην Κέρκυρα) όπου γίνεται το γύρισμα. Αλλά η όλη ιδέα, αν και ενδιαφέρουσα, είναι τραβηγμένη από τα μαλλιά. Καμιά ανάπτυξη χαρακτήρων, καμιά σπονδύλωση της ιστορίας. Ο παράλληλος δυστοπικός κόσμος της σκηνοθέτιδας αφήνει την αίσθηση του ανολοκλήρωτου, εν τέλει του άδειου. Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά περισσότερα στα 18 λεπτά της ταινίας ή θα μπορούσαν να μην είναι 18.  

Αναστασία Γιαννίτση: Μια αλληγορία για την έλλειψη ανθρωπιάς και την εγκατάλειψη του σύγχρονου ανθρώπου γεμάτη σύμβολα που δε βρίσκουν άμεση και ικανοποιητική ερμηνεία στο μυαλό του μέσου θεατή.  Πετυχημένες οι ερμηνείες των ηθοποιών που πείθουν με την απάθεια τους αλλά η χρήση των συμβόλων παραμένει μετέωρη χωρίς να δίνονται οι απαντήσεις που γεννώνται κατά τη διάρκεια της ταινίας



11. ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΝΥΧΤΑ  
      
Γιώργος Κεσσόπουλος: Μια cult ταινία τρόμου (;) που θυμίζει αρκετά τη δεκαετία του 1980.
Νατάσσα Βουτσκίδου: Με ένταση, αγωνία και τρόμο ξετυλίγεται το κουβάρι της ιστορίας μια γυναίκας που βρίσκει τον εαυτό της παρατημένο στο δρόμο, χωρίς να θυμάται ποια είναι και τι της συνέβη.  Σε μια Αθήνα που τις νύχτες κυριαρχεί ο φόβος, το κακό κάνει αισθητή την παρουσία του και αναπτύσσεται, μεταμορφώνοντας τα θύματα σε θύτες. Ο Θέμης Κατσιμίχας τολμά το διαφορετικό και προσθέτει πινελιές φαντασίας  σε ένα σενάριο που αρχικά μοιάζει με ψυχολογικό θρίλερ, όμως ακολουθεί άλλη πορεία καταλήγοντας σε ένα αναπάντεχο φινάλε. Πολύ καλή και η μουσική επιλογή που κινείται σε ροκ ρυθμούς αυξάνοντας την κλειστοφοβική αισθητική..
Γιώργος Τζιούμαρης: Γυναίκα ξυπνά με αμνησία. Δεν ξέρει που είναι, ούτε ποια είναι. Παραφρονεί, παραληρεί, φαντασιώνεται, ληστεύεται, δολοφονείται και στο τέλος γίνεται βαμπίρ. Αρχικά ουάου! Πρόκειται για θριλεράκι, το οποίο δεν πέφτει στην παγίδα να πάρει στα σοβαρά τον εαυτό του και αυτό ανήκει στα υπέρ του. Έντονο στυλιζάρισμα, ειδικά στις σκηνές καταδίωξης και βίας. Ο μύθος των βαμπίρ καλά κρατεί αν και έχει αρχίσει να κουράζει. Ο Κατσιμίχας σκηνοθετεί με νεύρο και η αλήθεια είναι ότι δείχνει να χειρίζεται επαρκώς τα διάφορα σκηνοθετικά ευρήματα. Σπάει πλάκα και ο ίδιος και οι συντελεστές της ταινίας, οι οποίοι φαίνεται ότι γουστάρουν την εμπειρία και τελικά περνάνε καλά και αυτοί και εμείς. Άραγε θα υπάρξει και σίκουελ; 

Αναστασία Γιαννίτση: Ένταση, αγριότητα και δύναμη που συναντώνται σε περίεργες συνθήκες και καταλήγουν σε μια αμφιλεγόμενη μορφή  δικαίωσης. Η εσωτερική αναζήτηση είναι διάχυτη σε όλη την ταινία. Ιδανική η επιλογή της πρωταγωνίστριας για το «διπλό» ρόλο. Ευρηματική η  εμπλοκή των δύο σκηνικών, του πριν και του μετά, και η προαναγγελία του τέλους που κρατά το θεατή σε αγωνία μέχρι την τελευταία στιγμή.

12. διΕΧΙsT                 
        
Γιώργος Κεσσόπουλος: Ένα βίντεοκλιπ…
Νατάσσα Βουτσκίδου: Η ανάγκη για διέξοδο, για ελευθερία, για μια βαθιά ανάσα από όλα όσα επιθυμούμε να ξεφύγουμε, που θα θέλαμε να μπορούσε να γίνει απλά όπως περνώντας μια πόρτα -μια έξοδο κινδύνου-, φαίνεται σε αυτό το τρίλεπτο φιλμ με γρήγορο ρυθμό, ανθρώπους και εικόνες..  
Γιώργος Τζιούμαρης: Η υπαρξιακή αγωνία μιας γυναίκας, η οποία αγωνίζεται να σπάσει τα ψυχολογικά, συναισθηματικά και πνευματικά δεσμά της και να ουρλιάξει την ύπαρξή της στον κόσμο. Η ταινία του Χαρατσάρη κατά την γνώμη μου πρέπει να αντιμετωπιστεί ως σύγχρονο εννοιολογικό έργο. Ας πούμε, ως video installation. Η μουσική επένδυση με το έργο του Ξενάκη «ΠΥΘΟΠΡΑΚΤΑ» αποδεικνύεται επιτυχημένη επιλογή. Εντείνει την ψυχολογική ένταση της πρωταγωνίστριας, η οποία κλιμακώνεται σταθερά μέχρι την τελική έκρηξη στην οποία απολήγουν όλα. Μια ταινία, μια κραυγή.

Αναστασία Γιαννίτση: Ένα πέρασμα από τη σιωπή στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων που όμως γίνεται με τρόπο αφηρημένο και ίσως δυσνόητο για το μέσο θεατή και τον αναγκάζει σε αναζήτηση εκ νέου του βαθύτερου νοήματος και μετά το τέλος της ταινίας .


13. ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ        

Γιώργος Κεσσόπουλος: Πολύ καλή η προσπάθεια των παιδιών του 1ου ΕΠΑΛ Κορδελίου. Τα παιδιά αφηγούνται με μοναδικό τρόπο  , ένα πρόβλημα των σύγχρονων σχολείων, ένα πρόβλημα που εμείς ούτε μπορούμε να υποψιαστούμε. Μπράβο στα παιδιά και σε όσους βοήθησαν. Περιμένουμε και άλλες τέτοιες ευχάριστες εκπλήξεις από τα δημόσια σχολεία.
Νατάσσα Βουτσκίδου: Μια αληθινή, συγκινητική ταινία που επικεντρώνεται στην καθημερινότητα μιας νεαρής κοπέλας, με τα πειράγματα των συμμαθητών στο σχολείο, την πραγματικότητα του ρατσισμού και τελικά την διαπίστωση της άδικης και αλόγιστης χρήσης του. Μια αισιόδοξη και γλυκιά εικόνα για τη ζωή, η οποία φαίνεται μετά την ωρίμανση, την ενηλικίωση και την προσπάθεια των ανθρώπων ανεξαρτήτου ηλικίας να δουν πέρα από τα προφανή.


Γιώργος Τζιούμαρης: Το bullying δέχεται μια μαθήτρια ΕΠΑΛ λόγω του χαμηλού αναστήματός της από συμμαθητή. Η εκδίκησή της και η λύση του των συναισθημάτων με τη συνειδητοποίηση ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και ότι σε κάθε άνθρωπο μπορεί όχι μόνο να ενυπάρχει το καλό και να εκφραστεί και στο τέλος να βιωθεί. Πρόκειται για κινηματογραφική προσπάθεια μαθητών του 1ου ΕΠΑΛ Κορδελιού. Άρτια προσπάθεια, ενδιαφέρουσα κεντρική ιδέα και αναπάντεχα καλές ερμηνείες, δεδομένων των αναλογιών, από τους μαθητές του σχολείου. Η δημιουργικότητα και η καλλιτεχνική και η κοινωνική ευαισθησία είναι πρόδηλη από μια ομάδα μαθητών δημόσιου περιφερειακού σχολείου και αυτό από μόνο του είναι ένα ισχυρό μήνυμα προς όλους μας. Εύγε! 

Αναστασία Γιαννίτση: Η ταινία είναι φυσική αποτύπωση μιας πτυχής της σύγχρονης σχολικής και εφηβικής πραγματικότητας, δοσμένη μέσα από τα μάτια παιδιών αλλά απευθυνόμενη στα αυτιά των μεγάλων. Ο ρατσισμός, ο φόβος, η ντροπή, ο εκφοβισμός, η μοναξιά και η χαμηλή αυτοεκτίμηση των παιδιών κυριαρχούν στην πορεία τους προς την ωρίμανση.  Η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες είναι τόσο φυσικές και αβίαστες που μετατρέπουν την ταινία σε ένα σκηνικό που εκτυλίσσεται πολύ φυσιολογικά και αναμενόμενα «δίπλα» μας.



14. SUNDAY   
          
Γιώργος Κεσσόπουλος: Παρά το γεγονός ότι η ταινία ήταν άψογη τεχνικά,  έλειπε δυστυχώς το συναίσθημα.
Νατάσσα Βουτσκίδου:Μέσα από την εφηβική παρορμητικότητα αντανακλώνται οι κίνδυνοι της ζωής και η πεποίθηση πως τα πράγματα συχνά δεν είναι όπως φαίνονται. Εξαιρετική η φωτογραφία του Γιώργου Ταμπακάκη προβάλλοντας την πολύ όμορφη καλοκαιρινή Σαλαμίνα και η σκηνοθεσία με τον απλό χαλαρό ρυθμό και την προσήλωση σε αντικείμενα που εξάπτει την περιέργεια για τους χαρακτήρες και την τροπή της ιστορίας..
Γιώργος Τζιούμαρης: Η παρούσα προσπάθεια του Σέρφα περιγράφεται ως «ταινία ενηλικίωσης». Δυο έφηβοι έρχονται σε επαφή με πρώην κατάδικο φονιά, ο οποίος ζει στη Σαλαμίνα αποκομμένος από τον υπόλοιπο κόσμο, για να αγοράσουν ναρκωτικά για το πάρτυ της αποφοίτησής τους. Η επαφή με τον κατάδικο της «διπλανής πόρτας» εκκινεί μια διαδικασία ωρίμανσης μέσω της επαφής με το παράδειγμα προς αποφυγήν και την ειλικρινή μεταμέλειά του καθώς παραδίδει μάθημα αυτογνωσίας και αυτοκριτικής. Ενδιαφέρουσα ιδέα, αλλά άνισα δοσμένη. Το εύρημα με την συνταγή για ψαρόσουπα του πατέρα του κατάδικου ακροβατεί ανάμεσα στην αίσθηση της οικειότητας και την ανάγκη για γέλιο ή και απορία (το ξεκοίλιασμα του ψαριού είναι μάλλον κινηματογραφικά άστοχο). Η νοσταλγία και η παρακμή είναι βασικές αισθητικές παράμετροι σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. 

Αναστασία Γιαννίτση: Μέσα σ’  ένα σκηνικό που αναδίδει μια νότα εγκατάλειψης και παρακμής και με πρωταγωνιστές δυο νεαρά αγόρια που αναζητούν διέξοδο από αυτό το σκηνικό ο τρίτος ήρωας αναπάντεχα λειτουργεί καταλυτικά και ανατρέπει τις ισορροπίες. Η αφήγηση ξεδιπλώνεται με ρυθμό αργό αλλά αυτό κρίνεται απαραίτητο ώστε να δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος στους ήρωες να υποστούν επιτυχώς τις αναγκαίες εσωτερικές διεργασίες και στους θεατές για να κάνουν το δικό τους άνοιγμα και να καταρρίψουν όλα εκείνα τα στερεότυπα της κοινωνίας μας που κατηγοριοποιούν τους ανθρώπους.


15. BLIND TRUST     
    
Γιώργος Κεσσόπουλος: Ο ανιδιοτελής έρωτας είναι ένα θέμα πάντα επίκαιρο που συγκινεί. Η ιδέα μοναδική. Η υλοποίησή της είχε κάποια προβλήματα. Φτωχή η ερμηνεία των ηθοποιών που δεν εκμεταλλεύτηκαν την τόσο δυνατή συναισθηματικά ιστορία.
Νατάσσα Βουτσκίδου: Με γνώμονα τις ευαίσθητες ισορροπίες στις σημερινές σχέσεις αντρών – γυναικών βλέπουμε μια ρομαντική ιστορία μεταξύ δυο νέων, ιδιαίτερων ανθρώπων γεμάτη συγκίνηση και όμορφες εικόνες. Μια τυφλή κοπέλα προβάλει τους φόβους και τις ανασφάλειες της στο σύντροφό της, δέχεται να μοιραστεί μια κοινή ζωή μαζί του μόνο αν ξαναβρεί το φως της. Όμως η ζωή κρύβει εκπλήξεις και πρέπει να προσέχει κανείς τι εύχεται. Τα θέλω μας συγκρίνονται συνεχώς με αυτά που πραγματικά έχουν αξία, ιδιαίτερα μέσα σε μια σχέση αγάπης, έτσι ώστε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι οι επιλογές μας.

Γιώργος Τζιούμαρης: Αυτή είναι τυφλή, αυτός όχι. Αγαπιούνται αλλά αυτή δεν τον παντρεύεται αν δεν βρει το φως της γιατί πιστεύει ότι θα ήταν άδικο γι’ αυτόν. Τελικά, αυτός δίνει με μια εγχείριση σ’ αυτήν την όρασή του και οι όροι αντιστρέφονται κυριαρχώντας στο τέλος η ακαταμάχητη και αιώνια δύναμη της αγάπης. Κλασικό love story φουλ στην υπερβολή. Όλα είναι πιθανά στον κινηματογράφο, όπως και στη ζωή, αλλά μια λογική επαγωγή και μεθοδολογία των πραγμάτων και των καταστάσεων μόνο θετικά θα μπορούσε να συμβάλει στην ταινία του Αγγελίδη. Σε τελική ανάλυση η συγκίνηση είναι προφανώς ένας από τους στόχους του σκηνοθέτη, αλλά αν αντί για να ταυτιστώ με πιάσουν τα γέλια από την σουρεάλα της πορείας της υπόθεσης; Ε αυτό δεν είναι δικό μου λάθος… προφανώς.

Αναστασία Γιαννίτση: Γεμάτη συναίσθημα, άκρως συγκινητική η ταινία «Blind Trust» αποτελεί ύμνο στην αγάπη και την  απόλυτη ένωση των ανθρώπων. Απρόσμενο και συγκλονιστικό, αλλά ταυτόχρονα ακραίο και ουτοπικό το τέλος κόβει την ανάσα του θεατή δίνοντας το στίγμα της πραγματικής αγάπης που ξεπερνά όλα τα όρια. Πολύ φυσική η ερμηνεία της πρωταγωνίστριας,  καθηλωτική η εκφραστικότητα του πρωταγωνιστή σε μια ταινία που τα βλέμματα τα λένε όλα.     

**Νιώθοντας μπροστά στη μεγάλη οθόνη. Νατάσα Γιαννίτση

Σημείωση: να επισημανθεί ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν προϊόν καθαρά προσωπικής οπτικής, της οπτικής ενός  απλού θεατή που το μόνο που τον συνδέει με τον κινηματογράφο είναι η αγάπη του για αυτόν.